- προκεκοιμημένοι
- πρό-κοιμάωlullperf part mp masc nom/voc pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκοιμώμαι — άομαι, Α [κοιμῶμαι] 1. κοιμάμαι προηγουμένως 2. πεθαίνω πρώιμα 3. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ προκεκοιμημένοι οι νεκροί … Dictionary of Greek